Skip to main content

Η κατάσταση του εμβρύου παρακολουθείται με έλεγχο της καρδιακής του λειτουργίας. Αυτό γίνεται με ακρόαση των καρδιακών εμβρυϊκών παλμών με ειδική συσκευή υπερήχων κατά διαστήματα ή, και το πλέον σωστό, με συνεχή καταγραφή της καρδιακής εμβρυϊκής λειτουργίας και την συσχέτιση των μεταβολών της με τις ωδίνες της μήτρας.

Η καταγραφή της καρδιακής λειτουργίας επιτυγχάνεται με τοποθέτηση της κεφαλής των υπερήχων στο σημείο ακρόασης των καρδιακών εμβρυϊκών παλμών στο κοιλιακό τοίχωμα της μητέρας -εξωτερική καρδιοτοκογραφία- ή με εφαρμογή ειδικού ηλεκτροδίου στο τριχωτό της κεφαλής του εμβρύου (εσωτερική καρδιοτοκογραφία). Για την εκτίμηση της καρδιακής εμβρυϊκής λειτουργίας, έτσι όπως αυτή καταγράφεται στο καρδιοτοκογράφημα, αξιολογούνται τρεις κυρίως παράμετροι:

  1. ο βασικός καρδιακός εμβρυϊκός ρυθμός
  2. η μεταβλητότητα του βασικού καρδιακού ρυθμού
  3. οι παροδικές μεταβολές της καρδιακής συχνότητας (επιταχύνσεις, επιβραδύνσεις) .

Η εμβρυϊκή καρδιακή συχνότητα κυμαίνεται φυσιολογικά από 110 έως 160 παλμούς/min και πρέπει να διατηρείται σχετικά σταθερή κατά την διάρκεια του τοκετού. Εμβρυϊκή ταχυκαρδία (συχνότητα >170 παλμοί/min) μπορεί να προκληθεί λόγω ταχυκαρδίας της μητέρας οφειλόμενης σε πυρεξία, φόβο ή αφυδάτωση ή λόγω εμβρυϊκής υποξίας. Εμβρυϊκή βραδυκαρδία (συχνότητα < 110 παλμοί/min) παρατηρείται σπανίως. Εάν είναι σημαντική και επιμένει, μπορεί να οφείλεται σε παρατεταμένη εμβρυϊκή υποξία ή σε συγγενείς καρδιακές ανωμαλίες του εμβρύου.

Η δεύτερη παράμετρος που αξιολογείται, η μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού, εκφράζει την ισορροπία του συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού συστήματος του εμβρύου. Φυσιολογικά, η μεταβλητότητα κυμαίνεται μεταξύ 10-25 παλμών/min. Απώλεια της μεταβλητότητας μπορεί να οφείλεται σε λήψη φαρμάκων από την μητέρα ή σε εμβρυϊκή υποξία. Φυσιολογικά, ελάττωση της μεταβλητότητας μπορεί να παρατηρηθεί στην φάση ύπνου του εμβρύου.

Οι παροδικές μεταβολές του καρδιακού ρυθμού διακρίνονται στις επιταχύνσεις και στις επιβραδύνσεις. Η παρουσία επιταχύνσεων με τις κινήσεις του εμβρύου είναι φυσιολογικό εύρημα. Απουσία επιταχύνσεων για διάστημα μεγαλύτερο των 45 min θεωρείται παθολογικό εύρημα και πρέπει να διερευνάται. Οι επιβραδύνσεις διακρίνονται σε πρώιμες, όψιμες και ποικιλόμορφες. Οι πρώιμες επιβραδύνσεις συμπίπτουν χρονικά με τις ωδίνες και οφείλονται στην πίεση της κεφαλής του εμβρύου, στερούνται δε κλινικής σημασίας. Οι όψιμες επιβραδύνσεις εμφανίζονται με χρονική καθυστέρηση σε σχέση με την έναρξη της ωδίνας. Θεωρούνται παθολογικό εύρημα και οφείλονται σε υποξία του εμβρύου και πλακουντιακή ανεπάρκεια . Οι ποικιλόμορφες επιβραδύνσεις δεν συνδυάζονται χρονικά με τις ωδίνες, αποδίδονται σε πίεση της ομφαλίδας και δεν έχουν ιδιαίτερη κλινική σημασία .

Το καρδιοτοκογράφημα δίνει μία έγκαιρη ενδεικτική προειδοποίηση. Η διάγνωση της εμβρυϊκής υποξίας μπορεί να γίνει με βεβαιότητα με λήψη μικρής ποσότητας αίματος από το τριχωτό της κεφαλής του εμβρύου και έλεγχο του pΗ και του ελλείμματος βάσης. Ανεύρεση pΗ=7,20-7,25 είναι σημείο έναρξης μεταβολικής οξέωσης, ενώ pΗ < 7,20 είναι σημείο σημαντικού βαθμού οξέωσης. Τέλος, έλλειμμα βάσης >8 είναι βέβαιο σημείο μεταβολικής οξέωσης.

Τα ευρήματα από το καρδιοτοκογράφημα και τα αποτελέσματα του βιοχημικού ελέγχου του εμβρυϊκού αίματος θα πρέπει να συνεκτιμώνται με την συνολική κλινική εικόνα και την εξέλιξη του τοκετού προκειμένου να ληφθούν οι σωστές αποφάσεις για την κάθε περίπτωση.